DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Nahrung f =
environ. τρόφιμα f; τροφή/τρόφιμα
med. τροφή
Nahrung adj.
med. θρεπτική ουσία; θρεπτικό υλικό; τρόφιμο; διατροφή; θρέψη; τροφοδότηση
Nahrungs- adj.
med. θρεπτικός; τροφικός
Nahrung
: 19 phrases in 10 subjects
Agriculture3
Economics1
Environment1
General1
Health care4
Industry1
Medical5
Natural sciences1
Statistics1
United Nations1