DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Mutterunternehmen n
gen. μητρική επιχείρηση
law, fin. επιχείρηση επικεφαλής του ομίλου
law, fin., industr. μητρική εταιρεία
Mutterunternehmen
: 1 phrase in 1 subject
Economics1