DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Muttergesellschaft f
gen. δεσπόζουσα εταιρεία; ελέγχουσα εταιρεία; κυρίαρχη επιχείρηση
econ. μητρική εταιρεία
law, fin., industr. μητρική επιχείρηση
Muttergesellschaft
: 2 phrases in 1 subject
Taxes2