DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Mundstück n n -(e)s, -e
agric. ανταλλακτικό ακροφύσιο; αντικαθιστάμενο ακροφύσιο
agric., industr. ακροστόμιο; επιστόμιο
chem. μύτη ακροφυσίου
commer. Ρύγχος; Εξάρτημα ατοματικής προσαρμογής
mech.eng. στόμιο
Mundstück
: 4 phrases in 3 subjects
Chemistry2
Industry1
Natural sciences1