DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Monteur m
forestr. μηχανικός; επισκευαστής; συντηρητής; τεχνικός συντήρησης
lab.law., construct. μονταδόρος
transp., mech.eng. συσκευή που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή εξαρτημάτων
monteur m
gen. εφαρμοστής; μονταδόρος
Monteur
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1