DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective
Monofile n
fish.farm., tech. μονόκλωνο νήμα; μονόκλωστο νήμα
Monofil adj.
fish.farm. νήμα συνεχούς ίνας
industr. μονόκλωστο νήμα; μονόνημα
industr., construct. μονόινο νήμα
industr., construct., chem. μονόκλωνο
tech., industr., construct. κλώνος