DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Mischung f f =, -en
agric. μείξη
chem. μείγμα; χρυσόκολλα
coal., met. συλλιπάσματα; ανάμειξις οπτανθράκων και παραγώγων ανθράκων
commun. παρεμβολή; παρένθεση
construct. ανάμιγμα
el. μήτρα περιορισμένης πρόσβασης; διαβάθμιση; διαβαθμισμένο πολλαπλό; ατελής μήτρα
industr., construct. χαρμάνιασμα
mater.sc. καύσιμο μίγμα
med. μίγμα; ανάμιξη
Mischung v
med. κράμα; μίξη
Mischung
: 34 phrases in 16 subjects
Agriculture4
Chemistry3
Coal1
Earth sciences1
Electronics1
Environment1
Food industry1
General4
Industry7
Life sciences1
Materials science3
Mechanic engineering1
Medical2
Physical sciences1
Statistics1
Transport2