DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Mischer v
commun. μίκτης
commun., el. μείκτης
industr. αναδευτήρας
industr., construct., met. ανακ ομιστήριο
IT, el. δίκτυο μίξης
IT, tech. διαταξινομητική μηχανή
lab.law. αναμίκτης ελαστικού
tech., industr., construct. αναμικτικός τροφοδότης και αυτόματος αναμίκτης
transp. αναμεικτήρας
transp., mech.eng. αναμίκτης πρωτεύουσας και δευτερεύουσας ροής
mischen v
IT, tech. διαταξινομώ
Misch- v
scient., el. παλλόμενος
Mischen adj.
commun. μίξη; μικτονόμηση; μίξη ακουστικών σημάτων; μίξη σημάτων βίντεο
environ. μείξη; ανάμειξη/μείξη; ανάμειξη/μ(είξη)
industr., construct. ανάμιξη; χαρμάνιασμα
work.fl., IT συγχώνευση
mischen adj.
IT, tech. συγχωνεύω; συνενώνω
med. αναμιγνύω ανέμιςα; συγχωνεύω συγχώνεψα
Mischen
: 61 phrases in 16 subjects
Agriculture3
Chemistry8
Coal1
Construction8
Cultural studies1
Earth sciences1
Electronics7
Environment1
General5
Industry3
Information technology16
Metallurgy1
Natural sciences2
Statistics1
Technology1
Transport2