DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Meßgeräte n
environ. εξοπλισμός συσκευές παρακολούθησης; εξοπλισμός συσκευές παρακολούθησης ελέγχου; εξοπλισμός συσκευές παρακολούθησης (ελέγχου)
IT, el. μέσα μετρήσεων
Meßgerät n n -(e)s, -e
el. μετρητικό όργανο
nat.sc., energ.ind. όργανο μέτρησης
Meßgeräte
: 107 phrases in 10 subjects
Earth sciences26
Electronics12
Fish farming pisciculture2
General1
Industry1
Information technology3
Life sciences3
Materials science1
Technology53
Transport5