DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Mast m m -es, -e
agric. ιστός; κατάρτικν.
econ. πάχυνση
el. πύργος αναρτήσεως; πύλωνας; ιστός αναρτήσεως; ιστός πλέγματος; πυλώνας αναρτήσεως; πυλώνας ηλεκτρικών γραμμών
mech.eng. πύργος; πύργος στήριξης
nat.sc., agric. συλλογή βαλάνων
mästen m
agric. παχύνω; αναγκαστική πάχυνση
 German thesaurus
MASt adj.
mil., navy Marineausrüstungsstelle
Mast
: 23 phrases in 6 subjects
Agriculture5
Communications1
Earth sciences6
Electronics3
Life sciences2
Transport6