DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Massel f f =, -n
industr. μήτρα χελώνας; μήτρα χελωνών
met. μη σιδηρούχο πλίνθωμα
met., el. όγκος μετάλλου; πλίνθωμα; ράβδος μετάλλου; χελώνα
Masseln f
IT, met. χυτά αργού σιδήρου
Massel
: 4 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering2
Metallurgy2