DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Marmorierer v
lab.law., chem. τεχνίτης που κατασκευάζει τα νερά στις κόψεις των βιβλίων
marmorieren v
chem. χρωματίζω τις κόψεις βιβλίου σαν μάρμαρο; χρωματίζω σαν μάρμαρο; φτιάχνω νερά
textile ζασπέ
Marmorieren v
construct. απομίμηση μαρμάρου
industr., construct. μαρμαροειδής απομίμηση