DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Marmelade [ˌmaʁməˈlaːdə] f f =, -n
agric. μαρμελάδα από εσπεριδοειδή; μαρμελάδα
food.ind. μαρμελάδα εσπεριδοειδών