DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Luke f f =, -n
gen. μικρός πυργίσκος
transp. καθέκτης; μπουκαπόρτα
transp., nautic., fish.farm. κουβούσικν.; στόμιο κύτους
Luke
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1