DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Luftleitung f f =, -en
astronaut., transp. Αεραγωγός
mech.eng., el. σωλήνωση αέρα
med. αγωγή δια του αέρα
mun.plan., earth.sc. αεραγωγός
transp., construct. αεραγωγοί
Luftleitung
: 1 phrase in 1 subject
Municipal planning1