DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Luftklappe f
agric. έλεγχος ροής αέρος; ρύθμιση ροής αέρος
mun.plan., earth.sc. κλαπέτο; ρυθμιστής αέρος; τάμπερ
mun.plan., mech.eng. διάφραγμα αερισμού; θυρίδα αερισμού