DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | noun | to phrases
Lotte v
agric. φορτοφόρος
earth.sc., agric. βέργα; βλαστός; κληματίδα
Lot v
met. υλικό συγκόλλησης
nat.sc. βαρίδι βυθομετρίας; σκαντάγιο; σκαντάλιο
lot v
fin. μονάδα διαπραγμάτευσης
Lotbeim Loeten verwendetes metall v
met. καλάï; συγκολλητικό
LOT v
gen. Ομάδα Σύνδεσης και Παρατήρησης
Lotbeim Loeten verwendetes Metall v
met. συγκολλητικό κράμα
 German thesaurus
Lotte abbr.
abbr. Charlotte
Lotte
: 22 phrases in 13 subjects
Agriculture1
Communications1
Earth sciences1
Electronics1
General1
Geography1
Information technology2
Materials science1
Mechanic engineering2
Medical1
Metallurgy5
Technology2
Transport3