DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Lorokonto n
fin., IT λογαριασμός ξένης τράπεζας τηρούμενος σε ελληνική τράπεζα,ανταποκρίτρια της πρώτης; λογαριασμός Loro; λογαριασμός Vostro