DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Lockmittel n -s, =
agric., chem. δόλωμα f
chem. προσελκυστικό m
environ. πτητική ουσία που προσελκύει τα έντομα
Lockmittel
: 1 phrase in 1 subject
Natural resourses and wildlife conservation1