DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Loch n n -(e)s, Löcher
el. θετική οπή
Loch v
comp., MS κενό
el. οπή
forestr. τρύπα
industr., construct. τρυπώματα
mater.sc., chem. βελονοειδής οπή
med. οπή; πόρος; τρήμα
Locher v
industr., construct. σουβλί; τρυπητήρι
IT συσκευή διατρήσεως μέσω πλήκτρων; διατρητική μηχανή; διατρητική συσκευή
IT, tech. διατρητική συσκευή με πληκτρολόγιο
mater.sc. διάταξη διάτρησης; διατρητήρας οπών
met., mech.eng. εργαλείο διατμητικής διάτρησης
Lochen v
mater.sc. διάτρηση
met. εσωτερική διάτμηση
nat.sc., agric., met. διατμητική διάτρηση
lochen v
gen. διατρυπώ; τρυπώ με διατρητική μηχανή
Loch
: 53 phrases in 15 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Coal4
Communications2
Cultural studies1
Electronics12
General1
Industry1
Information technology6
Mechanic engineering4
Medical2
Metallurgy4
Natural sciences2
Technology4
Transport7