DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Liegenschaft f =, -en
market. ακίνητος περιουσία; ακίνητο m
proced.law., patents., tax. ακίνητο αγαθό; ακίνητη περιουσία
Liegenschaften f
industr. οικιστικό απόθεμα; υφιστάμενες οικίες
Liegenschaft
: 3 phrases in 1 subject
Transport3