DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Leuchte f f =, -n
mun.plan., el. συσκευή φωτισμού; φωτιστικό
transp., el. λάμπα; προβολέας
Leuchte v
chem., el. φωτεινή πηγή
mun.plan., el. φωτιστικό σώμα
transp. εμπρόσθιος φανός θέσης
transp., el. φανός; λυχνία
Leucht- v
med. φωτοβόλος; φωτεινός
Leuchte
: 36 phrases in 9 subjects
Communications1
Earth sciences1
Electronics20
General1
Industry6
Mechanic engineering2
Pharmacy and pharmacology1
Technology1
Transport3