DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Leistungsminderung f f =, -en
comp., MS υποβάθμιση
law, econ. μείωση της παραγωγικότητας; μείωση της απόδοσης
pharma., lab.law., transp. αναπηρία
Leistungsminderung
: 3 phrases in 2 subjects
Electronics1
Technology2