DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Leistung f f =, -en
gen. ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας
comp., MS ισχύς; επιδόσεις
econ., nat.sc., agric. παραγωγική ικανότητα
insur. παροχή
IT αποτελεσματικότητα λογισμικού
law, econ., IT παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας
mech.eng. ωριαία παροχή; παραγωγή; ρυθμός παραγωγής; ωριαία απόδοση
tech., construct. κυβισμός
transp., avia. Αεροδ. Γιάγκου
transp., mech.eng. απόδοση; επίδοση
Leistungen f
account. επιδόματα
law, insur. παροχές
social.sc. παροχή
Leistungen Schadenversicherungen f
account. απαιτήσεις ασφάλειες εκτός των ασφαλειών ζωή
Leistung adj.
forestr. ικανότητα; χωρητικότητα
 German thesaurus
Leistung adj.
metrol. Pro Zeiteinheit geleistete bzw. übertragene Energie
Leistung
: 532 phrases in 35 subjects
Accounting14
Agriculture4
Business2
Chemistry4
Commerce3
Communications19
Earth sciences47
Economy20
Education1
Electronics59
Energy industry3
Environment1
Finances25
General16
Government, administration and public services3
Health care5
Information technology9
Insurance103
Labor law13
Law28
Marketing4
Materials science22
Mechanic engineering23
Medical8
Metallurgy2
Mineral products2
Physical sciences2
Religion1
Security systems14
Social science23
Sociology2
Statistics9
Technology3
Transport37
Work flow1