DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Lehrmittel n n -s, =
ed. μέσα διδασκαλίας; παιδαγωγικό βοήθημα; εποπτικά μέσα διδασκαλίας; διδακτικά μέσα; διδακτικό βοήθημα
law, lab.law. βοήθημα; διδακτικός εξοπλισμός; διδακτικό υλικό
Lehrmittel
: 2 phrases in 2 subjects
Information technology1
Law1