DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Lederhaut f
med. επιπεφυκώς (sclera); σκληρός χιτώνας οφθαλμού (sclera); χόριο (corium, dermis); σκληρός χιτώνας (sclera); σκληρός (sclera); δερμίδα (corium, dermis)
Lederhaut- f
med. σκληραίος; αναφερόμενος στο σκληρό χιτώνα