DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Lautstärke adj.
gen. ένταση ακουστικού σήματος; ακουστική ένταση
el. στάθμη ακουστότητας
environ. ένταση; ένταση ήχου
Lautstärke
: 3 phrases in 1 subject
Earth sciences3