DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | noun | to phrases
Laugen n
construct. βάσεις
Laugen v
construct. καυστικά αλκάλια
environ. Αλκαλικά απόβλητα
Lauge v
agric. αλκαλικό διάλυμα
agric., food.ind. σκόνη καθαρισμού
chem. υγρό εξαγωγής
environ. αλισίβα; ισχυρό αλκαλικό διάλυμα; αλισίβα/ισχυρό αλκαλικό διάλυμα
fish.farm. κέφαλος της Ιταλίας (Leuciscus souffia, Telestes agassizii)
 German thesaurus
Lauge n
metrol. Lösung einer Base in Wasser
LAUG v
ecol. Länderarbeitsgruppe Umweltbezogener Gesundheitsschutz (ВВладимир)
Laugen
: 3 phrases in 2 subjects
Chemistry2
Environment1