DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Laufzeit f f =, -en
agric., construct. μήκος διαδρομής 2.διάρκεια αρδεύσεως
commun. καθυστέρηση
comp., MS χρόνος εκτέλεσης
el. χρόνος λειτουργίας; χρόνος ολίσθησης; καθυστέρηση μετάδοσης
fin. διάρκεια μέχρι τη ληκτότητα; λήξη
fin., IT συνθήκες
Laufzeit- f
comp., MS σε χρόνο εκτέλεσης
Laufzeit
: 72 phrases in 15 subjects
Accounting4
Business1
Communications1
Economy1
Electronics4
Finances32
General3
Industry1
Information technology1
Insurance2
Law3
Marketing16
Materials science1
Microsoft1
Statistics1