DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Lauf m m -(e)s, Läufe
met. επίστρωμα
Lauf v
agric. μπροστινός
agric., construct. διαδρομή ύδατος
IT εκτέλεση προγράμματος; μετατόπιση του δρομέα
met. γραμμή τήξης; ράχη συγκόλλησης
transp. διεύθυνση
Lauf
: 43 phrases in 14 subjects
Chemistry2
Earth sciences1
Economy1
Finances4
General5
Industry1
Information technology1
Law4
Life sciences3
Mechanic engineering5
Metallurgy2
Patents1
Technology3
Transport10