DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Lattenrost m m -es, -e
agric. πλέγμα ζυμώσεως
construct. εγκάρσιοι πήχες; σχάρα πήχεων; φάτνη τοποθετήσεως δραίνων
transp. σχάρα φρεατίων; σχάρα εδάφους
transp., nautic. εσχαρωτή μπουκαπόρτα; δικτυωτό ανοίγματος στομίου κύτους; δικτυωτό καθόδου