DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Latte f f =, -n
agric. πήχυς; ράβδος
industr., construct. ξυλοσανίδα; αρμογοκάλυμμα; πηχάκι; σφήνα; τάκος
industr., construct., met. κανόνας; ρίγα
mech.eng. ξύστρα; αποξεστήρας; ξέστρο
transp. επιμήκης δοκός; λωρίδα; στενό και μακρύ ξύλο
Latten f
industr., construct. στυλίσκοι φράκτη
Latte n
forestr. πηχάκι (σοβατζή)
Latte
: 4 phrases in 3 subjects
Agriculture2
Construction1
Mechanic engineering1