DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Lasche n
industr., construct. αρμογοκαλύπτρα; πήχη; πλάκα επικάλυψης
Lasche adj.
chem. ενισχυτικό γλώσσας; τσόντα γλώσσας
fish.farm. σχοινί πλάγιας ενίσχυσης; ραφή συναρμολόγησης; δέσιμο
fish.farm., met. ενισχυτική ραφή; ραφή
industr., construct. στέκα
mech.eng. κολάρο
met. συνδετήρας; αμφιδέτης
transp. κουζινέτο; στήριγμα; επικάλυψη
Laschen adj.
fish.farm. νεύρωση
Lasche
: 14 phrases in 4 subjects
Electronics2
Industry2
Medical1
Transport9