DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Lappen- m
med. λοβιοειδής; λοβιακός; λοβώδης; λοβωτός; με λοβούς
Lappen m m -s, =
commun. ράκη χαρτοποιίας
fish.farm. διπλό φιλέτο
food.ind. λάπα; τοίχωμα των πλευρών
med. λοβός (tabus)
Läppen n n -s
el. λείανση
met. υγρή υπερλείανση
transp., mater.sc. λείανση με αλοιφή
Lappen
: 19 phrases in 6 subjects
Chemistry1
Fish farming pisciculture1
Industry1
Mechanic engineering3
Medical12
Transport1