DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Lamelle f f =, -n
agric. ρυθμιζόμενο διάφραγμα γρίλιας κοσκίνου; διάφραγμα γρίλιας κοσκίνου
earth.sc., mech.eng. πλακοειδές πτερύγιο
med. έλασμα; πέταλο
phys.sc. υμένιο
tech., industr., construct. μικρό έλασμα του αργαλειού
Lamellen- f
med. ελασματώδης; πεταλιώδης
Lamelle
: 18 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Electronics1
Mechanic engineering3
Medical3
Metallurgy1
Natural sciences3
Technology5