DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Laktation f f =
med. θηλασμός; γαλουχία; γαλακτοποίηση; παραγωγή γάλακτος; γαλακτογένεση; γαλακτογονία; γαλακτοφορία; γαλακτισμός; περίοδος θηλασμού; περίοδος γαλουχίας; βύζαγμα
nat.sc., agric. γαλακτοπαραγωγική ικανότητα; ροή του γάλακτος
Laktatio f
med. γαλακτοποίηση; παραγωγή γάλακτος; γαλακτογένεση; γαλακτογονία; γαλακτοφορία; γαλακτισμός