DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Laichen v
fish.farm. ωοτοκία
med. ωοτοκία; απόθεση αυγών; εναπόθεση ωαρίων
Laich v
agric. αυγό ψαριού
med. αυγά ψαριών; αυγά βατράχων
laichen v
fish.farm. γεννώ; ωοτοκώ
Laicher v
nat.sc., agric. ψάρι μετά την ωοτοκία
Laichen
: 3 phrases in 2 subjects
Agriculture2
Natural sciences1