DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Lagerfähigkeit f
gen. χρόνος κατά την αποθήκευση; διάρκεια αποθήκευσης προϊόντος; διάρκεια ζωής προϊόντος; χρόνος διατηρήσεως εν αποθηκεύσει; χρονικό όριο αποθήκευσης
agric. ικανότητα συντήρησης
el. διάρκεια αποθήκευσης
industr., construct., chem. χρονική διάρκεια καταλληλότητος συγκολλητικού μείγματος
mater.sc. ικανότητα συντήρησης των προϊόντων; συντηρησιμότητα