DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Lagerbeständigkeit f
gen. χρόνος κατά την αποθήκευση; διάρκεια αποθήκευσης; διάρκεια αποθήκευσης προϊόντος; διάρκεια ζωής προϊόντος; χρόνος διατηρήσεως εν αποθηκεύσει; χρονικό όριο αποθήκευσης
pharma. διάρκεια ζωής