DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Laderampe f f =, -n
chem., el. πλατφόρμα εκφόρτωσης και πλήρωσης
environ., agric. πίστα φορτώσεως
mater.sc., mech.eng. πλατφόρμα; ράμπα φόρτωσης
transp. πόρτα φορτίου; αποβάθρα φόρτωσης; εξέδρα φόρτωσης