DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Ladekran m m -(e)s, ..kräne
forestr. γερανοφόρος φορτωτής; φορτωτής; γερανός
transp., mech.eng. γερανός φόρτωσης; γερανός τροφοδοσίας