| |||
αεριστήρας; ανεμοδόχος; εξαεριστήρας | |||
ανεμιστήρας | |||
στόμιο αερισμού | |||
| |||
αναλογία αέρα προς καύσιμο; αναλογία αέρος / καυσίμων; ποσοστό αέρος / καυσίμων; σχέση αέρος / καυσίμων | |||
αέρας του περιβάλλοντος | |||
αέρας | |||
| |||
αερομεταφερόμενος | |||
| |||
αερίζω; εξαερίζω | |||
| |||
ατμόσφαιρα | |||
| |||
αέριος; εναέριος | |||
German thesaurus | |||
| |||
VG Luftverkehrsgesetz; VO Luftverkehrs-Ordnung |
Lüfter : 305 phrases in 26 subjects |