DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Lücke f f =, -n
med. τρήμα; χάσμα; πόρος; βοθρίο; κοιλότητα; κρύπτη; κόλπος
Lücke adj.
IT, tech. κενό
mech.eng. διάκενο δοντιών; διάκενο μεταξύ δύο διαδοχικών δοντιών
med. διάκενο
Lücke
: 8 phrases in 5 subjects
Earth sciences1
Economy1
Information technology3
Medical2
Microsoft1