DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Läufer m m -s, =
agric. στήμων συσπάστου; αγόμενο σχοινί συσπάστου; βέτακν.
chem. κρέμασμα
industr., construct. διάδρομος
industr., construct., met. πέτρα λειάνσεως
mech.eng., el. δρομέας; ρότορας
Läufer
: 16 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Mechanic engineering12
Technology2
Transport1