DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kuehler adj.
chem. ψυκτικό μέσο
commer., el. ψυγείο
mech.eng. συσκευή ψύξης; ψύκτης ύδατος
transp., mech.eng. σύστημα ψύξης του κινητήρα
kuehlen adj.
agric., mech.eng. καταψύχω
earth.sc., mech.eng. υποβαθμίζω την θερμοκρασία; ψυχραίνω; ψύχω; υποβαθμίζω την θερμοκρασία με τεχνητά μέσα; ψύχω με τεχνητά μέσα
Kuehler
: 8 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Mechanic engineering1
Medical2
Metallurgy1
Municipal planning1
Transport1