DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Kreuzfahrt f f =, -en
environ. κρουαζέρα; πορεία; εκδορά; πλεύση; ροή; πορεία/πλεύση/ροή/εκδορά
transp., nautic. κρουαζιέρα