DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kranz m -es, Kränze
cultur. στεφάνι
el. άλως; ηλεκτρική απορροή; στέμμα f
industr. παρέμβυσμα f
industr., construct., met. κουλούρα δοχείων
med. στεφάνη
transp., mech.eng. κορώνα; οδοντοτροχός m
Kranz- m
med. στεφανιαίος
Kranz
: 1 phrase in 1 subject
Municipal planning1