DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Krankheitserreger m m -s, =
gen. παθογόνος παράγοντας' παθογόνος οργανισμός; οργανισμός φορέας νόσων
environ. παθογόνος οργανισμός
health. νοσογόνος παράγοντας
med. παθογόνο; παθογόνος μικροοργανισμός; παθογόνος μικροοοργανισμός; παθογόνος παράγοντας
Krankheitserreger
: 4 phrases in 2 subjects
Health care2
Medical2