DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kragen m m -s, =
construct. διάφραγμα ανακοπής της διήθησης
el. κάτω θωράκιση
industr., construct. κν.κολάρο
med. περιλαίμιο; κολάρο
met. εσωτερική διαμόρφωση,κολλάρο
Kragen
: 10 phrases in 4 subjects
Criminal law1
Industry6
Municipal planning1
Technology2