DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kräuselung f f =
chem. ρυτίδωση
industr., construct. ζαρωμένη επιφάνεια; κατσάρωμα; κυματισμός; σγούρωμα
Kräuselung
: 7 phrases in 2 subjects
Chemistry1
Industry6